- ἀντιρροπία
- ἀντιρροπ-ία, ἡ, in pl., τύχης ἀ.A vicissitudes of fortune, Agath. Praef.p.134 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντιρροπία — ἀντιρροπίᾱ , ἀντιρροπία vicissitudes fem nom/voc/acc dual ἀντιρροπίᾱ , ἀντιρροπία vicissitudes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιρροπία — ἀντιρροπία, η (Α) [αντίρροπος] βλ. αντιρροπή … Dictionary of Greek
ἀντιρροπίας — ἀντιρροπίᾱς , ἀντιρροπία vicissitudes fem acc pl ἀντιρροπίᾱς , ἀντιρροπία vicissitudes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρροπίαν — ἀντιρροπίᾱν , ἀντιρροπία vicissitudes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρροπίην — ἀντιρροπία vicissitudes fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρροπίης — ἀντιρροπία vicissitudes fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρροπίῃ — ἀντιρροπία vicissitudes fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιρροπή — ἀντιρροπή κ. ἀντιρροπία, η (Α) [αντιρρέπω] ισορροπία, συμμετρία … Dictionary of Greek